απερίγραφος

απερίγραφος
ἀπερίγραφος, -ον (AM)
1. ο απερίγραπτος, ο ακατανόητος (για τον Θεό κυρίως)
αρχ.
1. ο δίχως περίγραμμα
2. ο ασαφής
3. ο απεριόριστος, ο άμετρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπερίγραφος — not rounded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράφως — ἀπερίγραφος not rounded adverbial ἀπερίγραφος not rounded masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίγραφον — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem acc sg ἀπερίγραφος not rounded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράφοις — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράφου — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράφους — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράφῳ — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίγραφα — ἀπερίγραφος not rounded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίγραφοι — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”